Του Δημήτρη Α. Γιαννακόπουλου
(press-gr)
(press-gr)
Ο μεγάλος ευρωπαϊκός γάμος
μετά την κατάρρευση του διπολισμού, μοιάζει σήμερα να μετατρέπεται σε
κηδεία του ευρωπαϊσμού. Η αντιπληθωριστική πολιτική, η στρατηγική της
λιτότητας και η παρατεταμένη ύφεση ροκανίζουν τα θεμέλια των παραγωγικά
και ανταγωνιστικά ασθενέστερων χωρών της ΕΕ και ιδιαίτερα εκείνων από
αυτές που είναι ενταγμένες στην Ευρωζώνη.
Ο ευρωσκεπτικισμός αποκτά πλέον ευρεία, αλλά μάλλον ελάχιστα ιδεολογικοπολιτικοποιημένη, κοινωνική βάση σε ολοένα και...
περισσότερες περιοχές της ΕΕ. Ο εθνικισμός έρχεται φυσιολογικά να φορτίσει τον ευρωσκεπτικισμό, καθώς η διακυβερνητική μορφή της ΕΕ και οι πρακτικές της γραφειοκρατίας της, που απολύτως μεταφυσικά, απολιτικά και ανορθόδοξα ευαγγελίστηκαν το τέλος των εθνικισμών στην ήπειρό μας, στηρίχθηκαν και στηρίζονται σε εθνικιστικές προκαταλήψεις και εθνικιστικού χαρακτήρα κοινωνικοπολιτικές αναπαραστάσεις, για να προαγάγουν τον νεοφιλελευθερισμό ως ενοποιητικό δόγμα. Έτσι ο μεταδιπολικός ευρωπαϊσμός συνδέθηκε με την οικονομική αφήγηση σε μια νεοφιλελεύθερη, αντιπληθωριστική εκδοχή, παράλληλα με την κατασκευή μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας ως μια φαντασιακή οικονομική κοινότητα πολιτικού σκοπού.
Το εγχείρημα ήταν από την αρχή ναρκοθετημένο και ο μεγάλος ευρωπαϊκός γάμος που είχε ως διακηρυγμένο πολιτικό σκοπό την ειρήνη και την ευημερία στην Ευρώπη, κάλλιστα θα μπορούσε να καταλήξει σε κηδεία στο βαθμό που η πολιτική ενοποίηση, καθορίστηκε και απέκτησε ηθικά και θεσμικά χαρακτηριστικά μέσω της οικονομικής ενοποίησης υπό την ηγεμονία της κεντροευρωπαϊκής βιομηχανικής ελίτ και την οργανωτική αρχή των χρηματοπιστωτών. Τη νάρκη έθεσε η λογική του «Μάαστριχτ» και τα στέφανα για την κηδεία άρχισαν να κατασκευάζονται με την βεβιασμένη συγκρότηση της Ευρωζώνης, αφού πλέον κρίθηκε απολύτως αυθαίρετα και αντιοικονομικώς πως είχε επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό σύγκληση μεταξύ των επιμέρους κοινωνιών που θα λειτουργούσαν υπό το κοινό θεσμικό περιβάλλον του ενιαίου νομίσματος.
Όσοι ευρωπαϊστές αντιδράσαμε στη «λογική του Μάαστριχτ» και εξηγήσαμε πως η οικονομιστική αφήγηση που συνδέθηκε με αυτήν δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να υπονοεί το οικονομικό όφελος μέσω της πολιτικής ενοποίησης, αμέσως αποβληθήκαμε από τον διάλογο για την ενίσχυση του ευρωπαϊσμού. Ενώ στη συνέχεια, όσοι θεωρήσαμε πως η ευρωζώνη αποτελούσε μια καιροσκοπική πράξη που υπερτόνιζε το οικονομικό όφελος, διασκεδάζοντας την μορφή της πολιτικής ενοποίησης που αποκτούσε αυταρχικά χαρακτηριστικά, αμέσως υπαχθήκαμε στους εχθρούς της Ένωσης και από ευρωπαϊστές με ιστορικά δομημένη συνείδηση καταλήξαμε να θεωρούμαστε η χειρότερη μορφή αιρετικών.
Αυτό προκαλούσε βαθιά θλίψη καθώς έδειχνε την δογματική, απολύτως αυταρχική φύση του ηγεμονισμού που ανέτειλε στην Ευρώπη μετά την λεγόμενη «επανένωση». Η πολιτική ολοκλήρωση της Ένωσης ταυτίστηκε με τον οικονομικό ολοκληρωτισμό υπό το ιδεολόγημα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Η ΕΕ μετατρεπόταν σε ένα αυταρχικό καθεστώς Νεο-ηγεμονισμού και όχι σε αυτό που προσδοκούσαν οι αριστεροί ευρωπαϊστές ως μεταβατικό στάδιο προς ένα ουμανιστικό σύμπαν μη καταστροφικού διεθνούς πολιτικού αγωνισμού, το οποίο μέσω της ειρήνης θα επεδίωκε την εμπέδωση πολιτικών ισότητας και ελευθερίας που θα κατέληγαν στην συνειδητοποίηση πως ο πολίτης για να γίνει (ολοκληρωμένο) άτομο θα πρέπει να απαλλαγεί από την έγνοια της ισχύος μέσω της ιδιοκτησίας και του πλουτισμού. Αυτό θα απαιτούσε ασφαλώς μια βιο-οικονομική παιδεία στη θέση των κλασικών οικονομικών, η οποία θα μπορούσε να ξεκινήσει από περιοχές υψηλής ευημερίας, απασχολούμενης τεχνολογίας και ανάπτυξης παραγωγικών πόρων και όχι αντίστροφα. Μόνον έτσι θα ανατρεπόταν δίχως προλεταριακή επανάσταση η καπιταλιστική τάση η μεγέθυνση του πλούτου να γεννά μεγαλύτερες αδικίες και αποκλεισμούς, η αύξηση της παραγωγής μεγαλύτερες ελλείψεις σε μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, η βελτίωση των παραγωγικών μεθόδων και η μεγέθυνση της υπεραξίας μεγαλύτερη αποξένωση του εργαζομένου από το αντικείμενο της εργασίας του και η αύξηση των παραγόμενων αγαθών πιέσεις για μείωση του πληθυσμού, σαν να περισσεύουν οι άνθρωποι στη Γή και να σπανίζει η νεκρή ύλη. Όλα αυτά που συνδέονται με την διάσταση του μοντέρνου καπιταλισμού είναι παράγοντες που συνθέτουν τον αιτιατό μηχανισμό του πολέμου και της καταστροφής ανθρώπινων και φυσικών πόρων για την ενίσχυση της αξίας του αυτοκαταστρεφόμενου κεφαλαίου κατά την διαδικασία της κυκλικής του κίνησης.
Αυτόματη λύση στο πρόβλημα δεν επρόκειτο να δώσει μια δημοκρατικά οργανωμένη Ένωση με ομοσπονδιακή θεσμική συγκρότηση και αποκεντρωμένες πολιτικές. Θα ήταν ωστόσο ένα κρίσιμο βήμα για την αφύπνιση του πολίτη σε μια άλλη βάση προβληματοποίησης της καθημερινότητας του και της αναζήτησης συλλογικών μορφών δράσης από ένα τεράστιο εργατικό κίνημα καλά εκπαιδευμένων, που θα συνέδεαν την ευημερία με τον ολοένα και μεγαλύτερο έλεγχο από αυτούς των μορφών παραγωγής και κοινωνικής οργάνωσης. Η αυτοδιοίκηση των επιχειρήσεων από τους εργαζόμενους θα ήταν τότε μια μάλλον φυσιολογική εξέλιξη, παράλληλα με την περιθωριοποίηση των κεφαλαιοκρατών και της μετατροπής του εργαζόμενου από υποκείμενο σε αντικείμενο της παραγωγικής διαδικασίας. Αυτό το κρίσιμο βήμα όμως για την χειραφέτηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών από την χυδαία έκφραση της πολιτικής αυθεντίας μιας απόμακρης από τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες, πολιτικοεπιχειρηματικής ελίτ, προϋπέθετε την αντίστροφη σχέση από αυτήν που θεσμοθετήθηκε στην ΕΕ. Προϋπόθεση γι’ αυτό το ειρηνικό βήμα προς μια κοινωνική Ευρώπη, παράδειγμα εναλλακτικής ηγεμονίας και καθολικής ευημερίας, βασισμένης σε ήπιες, αντι-εντροπικές πολιτικές με βιο-οικονομικά κριτήρια, ήταν να κυριαρχήσει η έννοια του πανευρωπαϊκού πολιτικού οφέλους με την ισχυροποίηση της κοινωνικής σύγκλισης, μέσω της οικονομικής ενοποίησης.
Αντί γι’ αυτό όμως, τι έγινε; Τι γίνεται και εξελίσσεται καταστροφικά ακόμη και για την ψευδό-συνείδηση του ευρωπαϊσμού - αναλογικά με την ψευδο-συνείδηση του εθνικισμού, ως ιδέα και πρακτική αφύπνισης της αυτοσυνείδησης των εθνών; Το απολύτως αντίστροφο και χυδαίο με κοινωνικά κριτήρια: εδώ πλέον δοξάσθηκε και συνεχίζει να θεοποιείται το οικονομικό κέρδος και το δήθεν κοινωνικό όφελος που προκύπτει από αυτό για τις ιδιαίτερες εθνικές κοινωνίες μέσω της σταδιακής πολιτικής ενοποίησης, η οποία έχει την μορφή αυταρχικής παιδαγωγικής και εκβιαστικής διακυβέρνησης των πλεονασματικών χωρών επί των ελλειμματικών, με εξωφρενικό παράδειγμα την Ευρωπροτεκτορατοποίηση της Ελλάδας. Εδώ ο ευρωπαϊσμός κατέληξε να είναι ένας μεταμοντέρνος ναζισμός, δίχως σε καμία περίπτωση να υπονοώ πως η κυρία Μέρκελ και οι σύμμαχοι της στην ΕΕ είναι ναζιστές. Ναζιστές δεν είναι οι άνθρωποι, όμως μια ναζιστική πολιτική δομή επιχειρούν να επιβάλουν στην ΕΕ, δίχως όπλα, αλλά μέσω δραματικών οικονομικών εκβιασμών και πρωτόγνωρων σε ειρηνική περίοδο πολιτικών καταναγκασμού από τον Α (τρόικα) στον Β (ελλειμματικό κράτος της ευρωζώνης με εμφατικό παράδειγμα την πτωχευμένη, δίχως δυνατότητα υποτίμησης του νομίσματός της, Ελλάδα). Ουσιαστικά ευνοείται ένα δικτατορικό καθεστώς στον Β, δίχως τυπική κατάλυση του κοινοβουλευτισμού, έτσι ώστε αυτός να εμφανίζεται να υποτάσσεται στην πολιτική του Α, με δική του μάλιστα βούληση, υποταγμένη με την σειρά της σε μια οικονομική αναγκαιότητα που υπηρετεί την ηγεμονία του Α επί του Β. Το παραπάνω εξουσιαστικό σχήμα δομείται στην βάση μίας (οικονομικής και θεσμικής φύσης) παιδαγωγικής, την οποία ορίζω την τελευταία πενταετία ως «learning by numbers». Πρόκειται για μία παιδαγωγική κατά την οποία αναπτύσσεται από το ευρωπαϊκό κέντρο υπό την εποπτεία της γερμανικής ελίτ και δια της γραφειοκρατίας της ΕΕ, με την συνδρομή του χρηματοπιστωτικού λόμπυ και των βασικών υπερεθνικών οργάνων του (σήμερα κυρίως του ΔΝΤ και της ΕΚΤ), ένα οικονομικό σχέδιο που αφορά στα δημοσιονομικά και στο κοινωνικό μοντέλο, το οποίο επιβάλλεται ως μονόδρομος στους Β, οι οποίοι αξιολογούνται πλέον με τα αριθμητικά κριτήρια που το σχέδιο αυτό θεσμοθετεί.
Το παρεμβατικό αυτό σχέδιο που δομείται στην βάση της νεοφιλελευθεροποίησης της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, προφανώς αντιφάσκει βίαια με την ίδια την αρχή της ελευθερίας των αγορών, συνθέτοντας τον πλέον ισχυρό παρεμβατισμό παράλληλα με τον πιο χυδαίο εκβιασμό που θα μπορούσε να φανταστεί ο οπαδός του οικονομικού φιλελευθερισμού. Η σύνθεση αυτή και η μορφή επιβολής αυτού του «παιδαγωγικού», αυταρχικού μοντέλου από την κεντροευρωπαϊκή ελίτ σε συνεργασία με το διεθνοποιημένο τραπεζικό σύστημα, διαμορφώνει πράγματι συνθήκες στην περιφέρεια της ΕΕ και ιδιαίτερα της ευρωζώνης, που ερεθίζουν την συλλογική μνήμη των κοινωνιών αυτών η οποία συνδέεται με την περίοδο της ναζιστικής κατοχής.
Δικαίως, λοιπόν, ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων σήμερα θεωρεί πως αυτή την φορά η χώρα μας δεν κατακτήθηκε με τα γερμανικά όπλα, αλλά με τα γερμανικά οικονομικά «όπλα». Είναι απλοϊκό και προκαλεί αντανακλαστικά μία μορφή ψευδο-εθνικισμού στην Ελλάδα, αλλά έτσι γίνονται ακόμη αντιληπτές οι πολιτικές στον κόσμο και έτσι λειτουργεί η συλλογική μνήμη, που ασφαλώς δεν ταυτίζεται και δεν πρέπει να ταυτίζεται με την ιστορία, η οποία δεν αποτελεί ούτε πνευματικό δημιούργημα, ούτε είναι συναισθηματικό προϊόν ή ανεξάρτητη από την πολιτική πρακτική των κοινωνιών που αφορά. Οι Έλληνες είμαστε δημιουργοί της ιστορίας μας, όπως αντίστοιχα και όλοι οι άλλοι λαοί, με αντικειμενικά κριτήρια που εμπεριέχουν πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις. Με αυτήν την έννοια το δάκρυ πριν από την κηδεία του ευρωπαϊσμού, όσων πίστεψαν στον αγώνα για μια δημοκρατική, ειρηνική Ευρώπη, έχει έννοια μόνον στον βαθμό που μεταβληθεί με πρακτικά μέσα σε ένα Εθνικό Σχέδιο Χειραφέτησης της ελληνικής κοινωνίας από τον αυταρχικό μηχανισμό που έχει επιβάλλει η κεντροευρωπαϊκή ελίτ στην χώρα. Αυτό θα ήταν όμορφο να συμβεί στον βαθμό που δεν αποτελούσε άρνηση του ευρωπαϊσμού ως φαντασιακή δημοκρατική κοινότητα αποκεντρωμένων πολιτικών, αλλά θα θεμελιωνόταν ακριβώς στην αντίθεση από την υπονόμευση που υφίσταται ο ευρωπαϊσμός από εκείνους που τον χρησιμοποιούν για να ενισχύσουν το οικονομικό καθεστώς που εγκαθιδρύεται πλέον σε ολόκληρη την ήπειρο με χαρακτηριστικά ολοκληρωτικού καπιταλισμού και ναζιστικής διοίκησης.
Ο ευρωσκεπτικισμός αποκτά πλέον ευρεία, αλλά μάλλον ελάχιστα ιδεολογικοπολιτικοποιημένη, κοινωνική βάση σε ολοένα και...
περισσότερες περιοχές της ΕΕ. Ο εθνικισμός έρχεται φυσιολογικά να φορτίσει τον ευρωσκεπτικισμό, καθώς η διακυβερνητική μορφή της ΕΕ και οι πρακτικές της γραφειοκρατίας της, που απολύτως μεταφυσικά, απολιτικά και ανορθόδοξα ευαγγελίστηκαν το τέλος των εθνικισμών στην ήπειρό μας, στηρίχθηκαν και στηρίζονται σε εθνικιστικές προκαταλήψεις και εθνικιστικού χαρακτήρα κοινωνικοπολιτικές αναπαραστάσεις, για να προαγάγουν τον νεοφιλελευθερισμό ως ενοποιητικό δόγμα. Έτσι ο μεταδιπολικός ευρωπαϊσμός συνδέθηκε με την οικονομική αφήγηση σε μια νεοφιλελεύθερη, αντιπληθωριστική εκδοχή, παράλληλα με την κατασκευή μιας ευρωπαϊκής ταυτότητας ως μια φαντασιακή οικονομική κοινότητα πολιτικού σκοπού.
Το εγχείρημα ήταν από την αρχή ναρκοθετημένο και ο μεγάλος ευρωπαϊκός γάμος που είχε ως διακηρυγμένο πολιτικό σκοπό την ειρήνη και την ευημερία στην Ευρώπη, κάλλιστα θα μπορούσε να καταλήξει σε κηδεία στο βαθμό που η πολιτική ενοποίηση, καθορίστηκε και απέκτησε ηθικά και θεσμικά χαρακτηριστικά μέσω της οικονομικής ενοποίησης υπό την ηγεμονία της κεντροευρωπαϊκής βιομηχανικής ελίτ και την οργανωτική αρχή των χρηματοπιστωτών. Τη νάρκη έθεσε η λογική του «Μάαστριχτ» και τα στέφανα για την κηδεία άρχισαν να κατασκευάζονται με την βεβιασμένη συγκρότηση της Ευρωζώνης, αφού πλέον κρίθηκε απολύτως αυθαίρετα και αντιοικονομικώς πως είχε επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό σύγκληση μεταξύ των επιμέρους κοινωνιών που θα λειτουργούσαν υπό το κοινό θεσμικό περιβάλλον του ενιαίου νομίσματος.
Όσοι ευρωπαϊστές αντιδράσαμε στη «λογική του Μάαστριχτ» και εξηγήσαμε πως η οικονομιστική αφήγηση που συνδέθηκε με αυτήν δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να υπονοεί το οικονομικό όφελος μέσω της πολιτικής ενοποίησης, αμέσως αποβληθήκαμε από τον διάλογο για την ενίσχυση του ευρωπαϊσμού. Ενώ στη συνέχεια, όσοι θεωρήσαμε πως η ευρωζώνη αποτελούσε μια καιροσκοπική πράξη που υπερτόνιζε το οικονομικό όφελος, διασκεδάζοντας την μορφή της πολιτικής ενοποίησης που αποκτούσε αυταρχικά χαρακτηριστικά, αμέσως υπαχθήκαμε στους εχθρούς της Ένωσης και από ευρωπαϊστές με ιστορικά δομημένη συνείδηση καταλήξαμε να θεωρούμαστε η χειρότερη μορφή αιρετικών.
Αυτό προκαλούσε βαθιά θλίψη καθώς έδειχνε την δογματική, απολύτως αυταρχική φύση του ηγεμονισμού που ανέτειλε στην Ευρώπη μετά την λεγόμενη «επανένωση». Η πολιτική ολοκλήρωση της Ένωσης ταυτίστηκε με τον οικονομικό ολοκληρωτισμό υπό το ιδεολόγημα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Η ΕΕ μετατρεπόταν σε ένα αυταρχικό καθεστώς Νεο-ηγεμονισμού και όχι σε αυτό που προσδοκούσαν οι αριστεροί ευρωπαϊστές ως μεταβατικό στάδιο προς ένα ουμανιστικό σύμπαν μη καταστροφικού διεθνούς πολιτικού αγωνισμού, το οποίο μέσω της ειρήνης θα επεδίωκε την εμπέδωση πολιτικών ισότητας και ελευθερίας που θα κατέληγαν στην συνειδητοποίηση πως ο πολίτης για να γίνει (ολοκληρωμένο) άτομο θα πρέπει να απαλλαγεί από την έγνοια της ισχύος μέσω της ιδιοκτησίας και του πλουτισμού. Αυτό θα απαιτούσε ασφαλώς μια βιο-οικονομική παιδεία στη θέση των κλασικών οικονομικών, η οποία θα μπορούσε να ξεκινήσει από περιοχές υψηλής ευημερίας, απασχολούμενης τεχνολογίας και ανάπτυξης παραγωγικών πόρων και όχι αντίστροφα. Μόνον έτσι θα ανατρεπόταν δίχως προλεταριακή επανάσταση η καπιταλιστική τάση η μεγέθυνση του πλούτου να γεννά μεγαλύτερες αδικίες και αποκλεισμούς, η αύξηση της παραγωγής μεγαλύτερες ελλείψεις σε μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, η βελτίωση των παραγωγικών μεθόδων και η μεγέθυνση της υπεραξίας μεγαλύτερη αποξένωση του εργαζομένου από το αντικείμενο της εργασίας του και η αύξηση των παραγόμενων αγαθών πιέσεις για μείωση του πληθυσμού, σαν να περισσεύουν οι άνθρωποι στη Γή και να σπανίζει η νεκρή ύλη. Όλα αυτά που συνδέονται με την διάσταση του μοντέρνου καπιταλισμού είναι παράγοντες που συνθέτουν τον αιτιατό μηχανισμό του πολέμου και της καταστροφής ανθρώπινων και φυσικών πόρων για την ενίσχυση της αξίας του αυτοκαταστρεφόμενου κεφαλαίου κατά την διαδικασία της κυκλικής του κίνησης.
Αυτόματη λύση στο πρόβλημα δεν επρόκειτο να δώσει μια δημοκρατικά οργανωμένη Ένωση με ομοσπονδιακή θεσμική συγκρότηση και αποκεντρωμένες πολιτικές. Θα ήταν ωστόσο ένα κρίσιμο βήμα για την αφύπνιση του πολίτη σε μια άλλη βάση προβληματοποίησης της καθημερινότητας του και της αναζήτησης συλλογικών μορφών δράσης από ένα τεράστιο εργατικό κίνημα καλά εκπαιδευμένων, που θα συνέδεαν την ευημερία με τον ολοένα και μεγαλύτερο έλεγχο από αυτούς των μορφών παραγωγής και κοινωνικής οργάνωσης. Η αυτοδιοίκηση των επιχειρήσεων από τους εργαζόμενους θα ήταν τότε μια μάλλον φυσιολογική εξέλιξη, παράλληλα με την περιθωριοποίηση των κεφαλαιοκρατών και της μετατροπής του εργαζόμενου από υποκείμενο σε αντικείμενο της παραγωγικής διαδικασίας. Αυτό το κρίσιμο βήμα όμως για την χειραφέτηση των ευρωπαϊκών κοινωνιών από την χυδαία έκφραση της πολιτικής αυθεντίας μιας απόμακρης από τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες, πολιτικοεπιχειρηματικής ελίτ, προϋπέθετε την αντίστροφη σχέση από αυτήν που θεσμοθετήθηκε στην ΕΕ. Προϋπόθεση γι’ αυτό το ειρηνικό βήμα προς μια κοινωνική Ευρώπη, παράδειγμα εναλλακτικής ηγεμονίας και καθολικής ευημερίας, βασισμένης σε ήπιες, αντι-εντροπικές πολιτικές με βιο-οικονομικά κριτήρια, ήταν να κυριαρχήσει η έννοια του πανευρωπαϊκού πολιτικού οφέλους με την ισχυροποίηση της κοινωνικής σύγκλισης, μέσω της οικονομικής ενοποίησης.
Αντί γι’ αυτό όμως, τι έγινε; Τι γίνεται και εξελίσσεται καταστροφικά ακόμη και για την ψευδό-συνείδηση του ευρωπαϊσμού - αναλογικά με την ψευδο-συνείδηση του εθνικισμού, ως ιδέα και πρακτική αφύπνισης της αυτοσυνείδησης των εθνών; Το απολύτως αντίστροφο και χυδαίο με κοινωνικά κριτήρια: εδώ πλέον δοξάσθηκε και συνεχίζει να θεοποιείται το οικονομικό κέρδος και το δήθεν κοινωνικό όφελος που προκύπτει από αυτό για τις ιδιαίτερες εθνικές κοινωνίες μέσω της σταδιακής πολιτικής ενοποίησης, η οποία έχει την μορφή αυταρχικής παιδαγωγικής και εκβιαστικής διακυβέρνησης των πλεονασματικών χωρών επί των ελλειμματικών, με εξωφρενικό παράδειγμα την Ευρωπροτεκτορατοποίηση της Ελλάδας. Εδώ ο ευρωπαϊσμός κατέληξε να είναι ένας μεταμοντέρνος ναζισμός, δίχως σε καμία περίπτωση να υπονοώ πως η κυρία Μέρκελ και οι σύμμαχοι της στην ΕΕ είναι ναζιστές. Ναζιστές δεν είναι οι άνθρωποι, όμως μια ναζιστική πολιτική δομή επιχειρούν να επιβάλουν στην ΕΕ, δίχως όπλα, αλλά μέσω δραματικών οικονομικών εκβιασμών και πρωτόγνωρων σε ειρηνική περίοδο πολιτικών καταναγκασμού από τον Α (τρόικα) στον Β (ελλειμματικό κράτος της ευρωζώνης με εμφατικό παράδειγμα την πτωχευμένη, δίχως δυνατότητα υποτίμησης του νομίσματός της, Ελλάδα). Ουσιαστικά ευνοείται ένα δικτατορικό καθεστώς στον Β, δίχως τυπική κατάλυση του κοινοβουλευτισμού, έτσι ώστε αυτός να εμφανίζεται να υποτάσσεται στην πολιτική του Α, με δική του μάλιστα βούληση, υποταγμένη με την σειρά της σε μια οικονομική αναγκαιότητα που υπηρετεί την ηγεμονία του Α επί του Β. Το παραπάνω εξουσιαστικό σχήμα δομείται στην βάση μίας (οικονομικής και θεσμικής φύσης) παιδαγωγικής, την οποία ορίζω την τελευταία πενταετία ως «learning by numbers». Πρόκειται για μία παιδαγωγική κατά την οποία αναπτύσσεται από το ευρωπαϊκό κέντρο υπό την εποπτεία της γερμανικής ελίτ και δια της γραφειοκρατίας της ΕΕ, με την συνδρομή του χρηματοπιστωτικού λόμπυ και των βασικών υπερεθνικών οργάνων του (σήμερα κυρίως του ΔΝΤ και της ΕΚΤ), ένα οικονομικό σχέδιο που αφορά στα δημοσιονομικά και στο κοινωνικό μοντέλο, το οποίο επιβάλλεται ως μονόδρομος στους Β, οι οποίοι αξιολογούνται πλέον με τα αριθμητικά κριτήρια που το σχέδιο αυτό θεσμοθετεί.
Το παρεμβατικό αυτό σχέδιο που δομείται στην βάση της νεοφιλελευθεροποίησης της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς, προφανώς αντιφάσκει βίαια με την ίδια την αρχή της ελευθερίας των αγορών, συνθέτοντας τον πλέον ισχυρό παρεμβατισμό παράλληλα με τον πιο χυδαίο εκβιασμό που θα μπορούσε να φανταστεί ο οπαδός του οικονομικού φιλελευθερισμού. Η σύνθεση αυτή και η μορφή επιβολής αυτού του «παιδαγωγικού», αυταρχικού μοντέλου από την κεντροευρωπαϊκή ελίτ σε συνεργασία με το διεθνοποιημένο τραπεζικό σύστημα, διαμορφώνει πράγματι συνθήκες στην περιφέρεια της ΕΕ και ιδιαίτερα της ευρωζώνης, που ερεθίζουν την συλλογική μνήμη των κοινωνιών αυτών η οποία συνδέεται με την περίοδο της ναζιστικής κατοχής.
Δικαίως, λοιπόν, ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων σήμερα θεωρεί πως αυτή την φορά η χώρα μας δεν κατακτήθηκε με τα γερμανικά όπλα, αλλά με τα γερμανικά οικονομικά «όπλα». Είναι απλοϊκό και προκαλεί αντανακλαστικά μία μορφή ψευδο-εθνικισμού στην Ελλάδα, αλλά έτσι γίνονται ακόμη αντιληπτές οι πολιτικές στον κόσμο και έτσι λειτουργεί η συλλογική μνήμη, που ασφαλώς δεν ταυτίζεται και δεν πρέπει να ταυτίζεται με την ιστορία, η οποία δεν αποτελεί ούτε πνευματικό δημιούργημα, ούτε είναι συναισθηματικό προϊόν ή ανεξάρτητη από την πολιτική πρακτική των κοινωνιών που αφορά. Οι Έλληνες είμαστε δημιουργοί της ιστορίας μας, όπως αντίστοιχα και όλοι οι άλλοι λαοί, με αντικειμενικά κριτήρια που εμπεριέχουν πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις. Με αυτήν την έννοια το δάκρυ πριν από την κηδεία του ευρωπαϊσμού, όσων πίστεψαν στον αγώνα για μια δημοκρατική, ειρηνική Ευρώπη, έχει έννοια μόνον στον βαθμό που μεταβληθεί με πρακτικά μέσα σε ένα Εθνικό Σχέδιο Χειραφέτησης της ελληνικής κοινωνίας από τον αυταρχικό μηχανισμό που έχει επιβάλλει η κεντροευρωπαϊκή ελίτ στην χώρα. Αυτό θα ήταν όμορφο να συμβεί στον βαθμό που δεν αποτελούσε άρνηση του ευρωπαϊσμού ως φαντασιακή δημοκρατική κοινότητα αποκεντρωμένων πολιτικών, αλλά θα θεμελιωνόταν ακριβώς στην αντίθεση από την υπονόμευση που υφίσταται ο ευρωπαϊσμός από εκείνους που τον χρησιμοποιούν για να ενισχύσουν το οικονομικό καθεστώς που εγκαθιδρύεται πλέον σε ολόκληρη την ήπειρο με χαρακτηριστικά ολοκληρωτικού καπιταλισμού και ναζιστικής διοίκησης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου