Πηγή: http://toportatif.blogspot.gr/
Το κείμενο της εισήγησής μου στην παρουσίαση του βιβλίου της Αθηνάς Τσάκαλου με τίτλο «Το Γέλιο Του Νερού», που πραγματοποιήθηκε στην ΑΣΟΕΕ την Παρασκευή 23.10.2015. Τα σημεία διάθεσης του βιβλίου μπορείτε να τα βρείτε εδώ.
Ξεκινώντας την παρουσίαση του βιβλίου πρέπει να ομολογήσω πως δεν είμαι και ο πιο αντικειμενικός άνθρωπος για να μιλήσω για τα γραπτά της Αθηνάς, κι αυτό γιατί μας συνδέει μια πολύχρονη φιλία, πριν ακόμα αρχίσουνε οι διώξεις των Πυρήνων. Για τον ίδιο όμως λόγο νιώθω πως είμαι ίσως ο πιο υποκειμενικά κατάλληλος για να μιλήσω για εκείνην, καθότι αποτελώ τον πρώτο πειραματικό ακροατή της, όπως η ίδια χαριτολογώντας με κατονομάζει. Άλλωστε οι φιλολογικές αντικειμενικότητες δεν αρμόζουν ιδιαίτερα στη σημερινή εκδήλωση που νομίζω περιστοιχίζεται από ανθρώπους οι οποίοι γνωρίζουν πως χυδαίες και ψευδείς αντικειμενικότητες θεμελιώνουν τον κοινό νου του καπιταλιστικού κόσμου.
Το γεγονός λοιπόν πως γνωρίζω τα γραπτά της Αθηνάς και πριν αλλά και μετά από τη στιγμή της προφυλάκισης των παιδιών της με τοποθετεί στη θέση να σας βεβαιώσω πως το γράψιμό της δεν έχει μεγάλες διαφοροποιήσεις εξαιτίας αυτού του οριακού συμβάντος. Η γραφή της δεν είναι ευκαιριακή και επίκαιρη. Οι στοχεύσεις παραμένουν κοινές και σχεδόν απαράλλαχτες. Η αγωνία για την υπέρβαση παραμένει διάχρονη και αναλλοίωτη γιατί γνωρίζει καλά τον εαυτό της. Ποιος είναι ο εαυτός της; Η προσπάθεια για λύτρωση από αυτό που ο Νίτσε ονόμαζε «τυραννία του αληθινού». Για να το πράξει καταφεύγει σε ιδιόλεκτες αλληγορίες αποδιδόμενες με ένα ρομαντικό προσωπικό ύφος που σκοπό έχουν να λοιδορήσουν την κοινωνική αδράνεια και να υπηρετήσουν με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο τον ξεσηκωμό.
Το είδος του ξεσηκωμού δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα την Αθηνά. Το ποια είναι η συναρπαστική εκδοχή της ζωής, την οποία υμνεί σε ένα κείμενό της, αφήνεται στην κρίση του παραλήπτη. Αυτό που την απασχολεί είναι η εξουδετέρωση της παθητικότητας και όλων αυτών των στοιχείων που απομακρύνουν το ανθρώπινο γένος από τη φύση του. Μια φύση που βρίσκεται σε συνεχή αναδημιουργία και δε γνωρίζει τι θα πει στασιμότητα. Σε ένα σημείο του βιβλίου της αναφέρει χαρακτηριστικά: «μεταξύ μας, δεν πιστεύω καθόλου στη σοφία της φύσης, πιστεύω όμως στην τρέλα της». Ο λόγος της Αθηνάς Τσάκαλου ατενίζει στα μάτια το λουλούδι και θρηνεί τον άνθρωπο. Είναι ένας μύστης της ζωής που θέλει να πράξει το εξής αδύνατο: να συμφιλιώσει τον μηδενισμό με τον ρομαντισμό. Να μετατρέψει τις ιστορίες παλιών φονικών σε λαϊκά παραμύθια, όπως γράφει η ίδια μετά από μία εκδρομή στο οροπέδιο του Γκίνανη στη Σαλαμίνα.
Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε όμως κάτι. Ο ρομαντισμός της δεν κατάγεται από τον τόπο της ήττας. Είναι ένας επαναστατικός ρομαντισμός που δεν εξαντλείται στην καταγραφή των αναμνήσεών της. Γιατί είναι αλήθεια πως οι αναμνήσεις της αποτελούν την αστείρευτη πηγή της λογοτεχνικής της δύναμης. Η εναλλαγή τον εποχών στο χωριό που μεγάλωσε, την Τρυγόνα Καλαμπάκας, οι συνθήκες ενός ελάχιστου έστω κομμουνισμού και υψηλής αλληλεγγύης που συνέδεαν τη γειτονιά του χωριού της, οι ιστορίες από τα χωράφια, η αργυρή παγανιστική ομίχλη, το παχίρευστο σκοτάδι της επαρχίας, όλα αυτά που είναι λες και ξεπήδησαν από τα κινηματογραφικά πλάνα του Μπέλα Ταρ, τώρα ξεσκαρτάρονται, σμιλεύονται ποιητικά και υπηρετούν τις εικόνες των κειμένων της με τρόπο εργαλειακό και όχι με έναν στείρο αυτοσκοπό. Διότι όταν γράφει δε θυμάται την παιδική της ηλικία. Δεν αναπολεί. Γίνεται η ίδια ένα παιδί που ζει το παρόν του. Ο χρόνος έχει τιθασευτεί στα δάχτυλα των χεριών της. Και θυμάμαι μια παραμονή πρωτοχρονιάς στο σπίτι της, που έξω άλλαζε ο χρόνος, ακούγαμε τις καμπάνες και τη φασαρία που έκαναν τα καράβια από το Ναύσταθμο αλλά δε δίναμε σημασία, εκείνη συνέχιζε να διαβάζει ένα απόσπασμα του Ντοστογιέφσκι αδιάφορη για τις κενολογίες του χρόνου. Με την ίδια ευκολία διαστέλλει το χρόνο και αξιοποιεί εις βάθος τις μνήμες της για να αποδείξει πως τελικά ο θρήνος της για τον άνθρωπο, που ανέφερα πριν, δεν περιέχει μέσα του δάκρυα, αφού ο θάνατος δεν είναι οριστικός. Ο θρήνος αποσκοπεί στο μεγάλο ξύπνημα. H ελπίδα δεν έχει σβήσει. Όπως γράφει η ίδια: «Περιμένω τη μέρα, περιμένω αυτούς που θα τολμήσουν να το παρακάνουν, με τρόπους καινούργιους , όχι πάνω στα παλιά ίχνη.»
Ομοίως και η φύση δεν εξιδανικεύεται μόνο και μόνο για να φτιάξει ένα κείμενο που θέλει απλώς να αρέσει, όπως πράττεται στην λογοτεχνία του συρμού. Την αξιοποιεί θεμελιωδώς για να υπηρετήσει τις ιδέες της και την αγωνία της. Για παράδειγμα, όταν η αμοιβαιότητα είναι το ζητούμενό της τότε τα μεγάλα ζουμερά κόκκινα δαμάσκηνα στην αυλή του πατρικού της γίνονται σύμβολα αγάπης καθώς παραχωρούνται από τη μητέρα της στην πεινασμένη Λούγκαινα, κι ας είναι τα τελευταία φαγώσιμα του σπιτιού. Όταν όμως το ζητούμενο είναι η εκδίκηση τότε επιστρατεύονται μεγάλα ζουμερά κόκκινα σταφύλια που σκάνε στα χέρια των τρυγητών υπενθυμίζοντας το αίμα μιας γενοκτονίας.
Τώρα όμως αρχίζουν τα δύσκολα και συνάμα μπαίνουμε σε ένα ενδιαφέρον σημείο του έργου της. Στη θεολογία των κειμένων της. Μια θεολογία που της εμφυσήθηκε ξανά, σε αρχικό τουλάχιστον επίπεδο, από το μυστηριακό τοπίο της Καλαμπάκας, από τις ρυθμικές ψαλμωδίες που έφταναν στα αυτιά ενός μικρού κοριτσιού αλλά και από τις σχεδόν μοναστικές συνθήκες διαβίωσης που επικρατούσαν στην γενέτειρά της. Κι όμως το χριστιανικό αίσθημα της Αθηνάς δεν είναι ορθόδοξο: όση αγάπη τρέφει για τον Χριστό άλλη τόση τρέφει και για τον Ιούδα, ίσως και περισσότερη αγάπη, αν λάβουμε υπόψιν μας το συγκεκριμένο απόσπασμά της: «όταν παρακολουθώ τα πάθη νιώθω ιδιαίτερη αγάπη για τον Ιούδα, τον προορισμένο από αιώνες να παίξει αυτόν τον ρόλο που έπαιξε και τον αγαπώ βαθιά για το βαρύ φορτίο του και το ανάθεμα των ανθρώπων». Δεν επιθυμεί να αφήσει απέξω τη θρησκεία ώστε να απευθυνθεί σε ένα εξειδικευμένο άθεο κοινό. Αυτό στα μάτια της είναι μια ελιτίστικη συμπεριφορά. Η αλήθεια της θέλει να παρασύρει και τον πιο δύσπιστο άνθρωπο της καθημερινότητας. Άλλωστε η ποιητικότητα της υπέρβασης για να κατανοηθεί δεν απαιτεί τόσο την καλλιέργεια του πνεύματος όσο την συναισθηματική ευφυΐα.
Δεν είναι όμως μονάχα αυτό που επιβεβαιώνει τη συγγραφική απόκλιση της Αθηνάς από το δόγμα. Η άδολη αγάπη της για τα ζώα, η οποία πολλές φορές υπερβαίνει την αγάπη για τον άνθρωπο δεν μπορεί να σταθεί στους κόλπους του χριστιανισμού. Το σώμα μιας πριγκίπισσας σε ένα ταφικό μνημείο 2500 ετών δεν τη συγκινεί, λέει. Εκείνη θρηνεί τα άλογα που βρήκαν εκβιαστικό θάνατο δίπλα της χωρίς να τον αξίζουν. Γιατί δεν είχε έρθει η ώρα τους ακόμη. Μα δεν είναι μόνο τα άλογα. Είναι οι λύκοι, είναι το μοναχικό πρόβατο, είναι οι κραυγές των σφαγμένων γουρουνιών, είναι και το νυχτιάτικο κράξιμο της κουκουβάγιας που κρύβει το μυστικό της επανάστασης.
Ο μυστικισμός της θρησκείας συμβολίζει την πίστη στην υπέρβαση, την κατάκτηση του θάρρους που σε παρασύρει σε οριακές καταστάσεις. Υπάρχει ένα διαυγέστατο απόσπασμα που το ξεκαθαρίζει: στο διάβολο «αρέσουν αυτοί που μοιάζουν με πυρωμένο σίδερο που πέφτει ξαφνικά στη μέση του καλοκαιρινού κάμπου, όταν τα σπαρτά είναι κατακίτρινα κι έτοιμα για συγκομιδή και βάζουν φωτιά λαμπερή και τρομακτική» ενώ συνεχίζει: «στο θεό αρέσουν εκείνοι που θα ορμήσουν σ' αυτούς τους καιγόμενους κάμπους χωρίς καμιά προφύλαξη, ούτε καν ένα κουβά νερό, φωνάζουν μόνο δόξα στο όνομα του παντοδύναμου θεού και καίγονται όμορφα και τελειούνται δια πυρός εις κάμπους καλοκαιρινούς». Σύμφωνα με αυτό, δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια στον θρησκευόμενο για την κατάκτηση της πίστης. Ο πιστός δεν πρέπει να είναι ακόλουθος αλλά πράττων. «Είναι φοβερό να ανήκεις στους ανθρώπους που δεν ενδιαφέρουν ούτε το θεό ούτε το διάβολο» αναφέρει σε κάποιο άλλο σημείο. Θαρρείς πως στη θεολογία της Αθηνάς ο θεός εξοβέλισε τους πειθήνιους πιστούς και επέλεξε το Νίτσε, το Λόρκα, το Χριστόφορο Μαρίνο για συνοδοιπόρους του.
Το μείγμα εξέγερσης και θεολογίας δεν είναι σύνηθες στην ελληνική λογοτεχνία. Κι απαιτεί μια συγγραφική δεινότητα ώστε να μη γίνει γραφικό ή διδακτικό μέσα σε αναρχοχριστιανικά μονοπάτια. Όμως την Αθήνα δεν την ενδιαφέρει να προσηλυτίσει. Θέλει να απελευθερώσει και τους προσηλυτισμένους. Η θεολογία γίνεται σύμμαχος της κοινωνικής ή προσωπικής επανάστασης. Και μάλιστα με έναν τρόπο που προσιδιάζει αρκετά στις αντιλήψεις του Μπένγιαμιν και πιο συγκεκριμένα στην πρώτη θέση του για την φιλοσοφία, όπου εισάγει τον όρο του καμπούρη νάνου, δηλαδή της θεολογίας. Αυτός, αν και μοιάζει άψυχος στις μέρες μας, βρίσκεται πάντα μέσα στον ψυχισμό των ανθρώπων και όχι απαραίτητα ως θεολογικό δόγμα αλλά σαν μια μεταφυσική πίστη που εχθρεύεται οτιδήποτε ορθολογιστικό. Ο θεολογικός νάνος σχετίζεται με το απροσδόκητο της εξέγερσης των καταπιεσμένων, έχει τις ρίζες του στον επαναστατικό ρομαντισμό και φυτρώνει σε έναν μυστικό και ανεξερεύνητο τόπο αλογισμού, οπότε και παραμένει δυσερμήνευτος από τις υλικοτεχνικές επαναστατικές θεωρίες. Χωρίς την συνεπικουρία του θεολογικού νάνου στο επαναστατικό πεδίο η μαρξιστική θεωρία χωλαίνει. Πρόκειται για το ύστατο δέος της μεγάλης απόφασης, για το αποτέλεσμα μιας δράσης που δεν φέρει ξεκάθαρα αιτιατό, ένα ανεξήγητο κεραυνοβόλημα από την ουτοπία, μια κραυγή που βγαίνει μέσα από έναν μεσαιωνικό αμυγδαλεώνα, κανείς δεν ξέρει αν πρόκειται για άνθρωπο, για θεό ή για δαίμονα. Θεολογία λοιπόν και επανάσταση. Να μια ακόμα συμφιλίωση, ίσως κι η σπουδαιότερη, που επιτυγχάνεται στο βιβλίο της Αθηνάς Τσάκαλου.
Κι όλα αυτά που ειπώθηκαν είναι δοσμένα με μια οξυδερκή ποιητική ματιά που σε παρασύρει στον κρυστάλλινο ήχο που βγάζει το χιόνι όταν πατιέται, που σε παρασύρει να ακούσεις κι εσύ τον ήχο της φυγής που αφήνουν πίσω τους τα χρωματιστά ξύλινα κάρα των τσιγγάνων όταν περνάνε από την Τρυγόνα, που σε παρασύρει στον τόπο του συγκεκριμένου αποσπάσματος: «Και δεν αντέχεται η σιωπή των άδειων δωματίων, σε πληγώνουν τα μοναχικά έπιπλα. Σουρουπώνει. Τα πουλιά έχουν σωπάσει. Μένω ακίνητη, αναπνέω σιγά. Και ναι, τον ακούω... Ακούω αυτόν τον ήχο που κάνουν οι μικρές καινούργιες ρίζες καθώς κυριεύουν σιγά-σιγά τα σπίτια». Όλα αυτά φανερώνουν μια ποιητική στόφα που απαιτεί από τον άνθρωπο τον αληθινό ρεμβασμό στη ζωή του, απαιτεί μάτια που έχουν καλλιεργήσει το βλέμμα τους, έχουν αντισταθεί στις χειμαρρώδεις μέρες του μεταμοντέρνου όλεθρου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε φυσικά πως έχει μαθητεύσει δίπλα στον σημαντικό συγγραφέα Γεράσιμο Τσάκαλο, τον οποίο σας τον συστήνω ανεπιφύλακτα, αν και φοβάμαι πως μόνο στα παλαιοπωλεία θα μπορέσετε πια να εντοπίσετε κάποιο έργο του. Κι ούτε πρέπει να ξεχνάμε πως η Αθηνά Τσάκαλου είναι μια μητέρα που αντιπάλεψε τις αντιφάσεις των ρόλων που εκβιάζει το σύστημα, έπραξε τη δύναμη που αναβλύζουν τα κείμενά της στεκόμενη όρθια στα πόδια της και περήφανη, παρά τα πλήγματα που δέχτηκε τα τελευταία χρόνια.
Βέβαια εκτός από δύναμη αναβλύζει και μια γενναία αμφιβολία για την έννοια της φιλίας, της συντροφικότητας, για την έννοια της αγάπης μεταξύ μητέρας και παιδιού. Άλλοτε παίρνει το μέρος της θλίψης των αγαπημένων προσώπων που αφήνουν πίσω οι επαναστάτες, όπως στο πολύ όμορφο διήγημα «θα μπορούσε να είναι και έτσι» κι άλλοτε συμφιλιώνεται και υμνεί την απόφαση εκείνων που θέλουν να «καλπάζουν σ' αυτή την ελευθερία σαν να μην είναι κόρες κάποιων μανάδων σαν να μην είναι γιοι κάποιων μανάδων...»
Η λογοτεχνία της Αθηνάς Τσάκαλου είναι μια δίκαιη λογοτεχνία. Είναι μια λογοτεχνία που παράγεται από την ψυχική ανάγκη του εσωτερικού της κόσμου. Που ομοιάζει με την ανάγκη για φροντίδα που έχουν τα φυτά στον κήπο του σπιτιού της στη Σαλαμίνα, που όποτε την επισκέπτεσαι η πρώτη της κίνηση είναι να σε ξεναγήσει στο περιβόλι της και να σου καταδείξει τους πρόσφατα γεννημένους καρπούς των δέντρων της. Ευγνωμοσύνη για τους συγγενείς και φίλους κρατουμένων και διωκόμενων αγωνιστών που δούλεψαν ανιδιοτελώς για να καρποφορήσει εξίσου η έκδοση αυτή. Μεγάλη μου τιμή που σήμερα βρίσκομαι εδώ.
Κλείνοντας θα ήθελα να διαβάσω ένα προσωπικό ποίημα ως αντίδωρο, όχι από διάθεση κάποιας ματαιοδοξίας αλλά επειδή ξέρω ότι αρέσει όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και σε αρκετούς ακόμα ανθρώπους που στερούνται την ελευθερία τους να περπατούν ελεύθεροι στο δρόμο για χάρη της ελευθερίας τους να τους ανοίγουν:
πώς γίνεται να μας νικήσανε
και 'μεις να χοροπηδάμε αγκαλιασμένοι πάνω στο βάθρο;
παραδέξου το
ανήκουμε στη φάρα εκείνων που είναι ανίκανοι να ηττηθούν
γιατί,
έχουμε τόσο νύχτα μέσα μας,
που είναι να απορείς
γιατί μας ρίχνουνε ακόμα στα μπουντρούμια
καλησπέρα δεσμοφύλακες
περάστε, καθίστε, τι να σας βγάλουμε;
γιατί,
είμαστε τόσο εύφλεκτοι από το αλκοόλ
που ανά πάσα στιγμή
μπορούμε να καταπιούμε ένα φιτίλι
και με έναν αναπτήρα BIC
ένα τσαφ απέχουμε
για να φωτίσουμε με όλεθρο την πόλη
-αλήθεια, τι γίνονται οι αναπτήρες που ανάβουν τα φιτίλια;-
γιατί,
έχουμε τόσο πολύ ονειρευτεί ανάσκελα
που ξέρουμε καλά τι είναι η ελαφρόπετρα:
ένας βράχος που του λείπει ο ρεμβασμός
γιατί,
η ουτοπία δε φωλιάζει μέσα στις οπές του μαγικού αυλού
κρύβεται μέσα στις τρυπίτσες του τούβλου
που σκάει ξαφνικά
στα μούτρα της πραγματικότητας
ή και τις οπές του καυτού σίδερου που κρατάει μια νοικοκυρά,
πιστή,
μέχρι τη στιγμή
που το κολλάει στο μάγουλο
τού φαλλοκράτη συζύγου
γιατί,
δεν ονειρευόμαστε μήπως και ξεφύγουμε απ' την πραγματικότητα
αλλά για να εισβάλουμε σ' αυτήν ζωσμένοι με εκρηκτικά
σου υπόσχομαι
θα 'ρθουν μια μέρα οι πραγματικότητες
που θα ζητιανεύουνε γονατιστές τα όνειρά μας
γιατί,
ποτέ δεν υπήρξε μαγικό ραβδί
ένα ξίφος ήτανε,
και το ξίφος που κόβει λαιμούς με μία κίνηση
δεν είναι πράξη μεταφυσική;
βέβαια, ο δήμιος δεν είναι μάγος
γιατί,
έχουμε νικήσει και δεν το ξέρουμε
κι αν με βρίσκεις υπερβολικό
σκέψου μόνο πόσες φορές
έχεις χρησιμοποιήσει αναπτήρα για το τσιγάρο σου
τόσες που τώρα θα είχες κάψει ολόκληρη την πόλη
ξέρουμε πως έχουμε στα πνευμόνια μας μια καμένη πόλη
να γιατί ανήκουμε στη φάρα εκείνων που είναι ανίκανοι να ηττηθούν
η ζωή μας,
ένα τέλειο μπούμερανγκ
***
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου