Πώς περιγράφει ο ίδιος στο NEWS 247 τη ζωή του στην Ελλάδα.
Οι φωτογραφίες του Ένρι Τσανάι από την Αθήνα της κρίσης, κάνουν τον τελευταίο καιρό τον γύρο του κόσμου. Δημοσιεύονται σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα, προβάλλονται σε ντοκυμαντέρ για την Ελλάδα, ή ακόμα και σε πανεπιστημιακές αίθουσες στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Απεικονίζουν την απόγνωση μιας κοινωνίας που καταρρέει, φτωχοποιείται και διχοτομείται, που δεν βρίσκει ελπίδα, και που όμως δεν σταματά να την αναζητά.
Οι πρωταγωνιστές του είναι άνθρωποι που ζουν στο περιθώριο, αλλά και άνθρωποι της διπλανής πόρτας που βρέθηκαν στο δρόμο, άνθρωποι που κλείνονται στον εαυτό τους και προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τη ζωή με όσο περισσότερη αξιοπρέπεια μπορούν, και άλλοι που βρίσκουν δύναμη να «ζουν από το πουθενά». Τους αντικρίζει σαν ένας απ´ αυτούς, μετανάστης κι ο ίδιος στην ίδια πόλη. Δεν εξωραΐζει, ούτε θυματοποιεί. Το βλέμμα του, το βλέμμα του «άλλου», καθρέφτης απέναντι σε μια κοινωνία ολόκληρη που άφησε αφρόντιστες τις πληγές της, μέχρι που οι πληγές μεγάλωσαν.
Θυμάται με εικόνες, μιλάει με εικόνες, αντιλαμβάνεται με εικόνες τη ζωή και τον κόσμο γύρω του. Έτσι μπορούσε από μικρός να αποτυπώνει και να κρατάει μέσα του αυτά που δε μπορούσε αλλιώς να διατυπώσει. Εκεί άλλωστε που η γλώσσα διαχωρίζει, η εικόνα γεφυρώνει. Τέτοιες γέφυρες είναι οι φωτογραφίες του.
(Η Ιωάννα, 22, σουτάρει ηρωίνη, στο δρόμο. Εργάζεται ως ιερόδουλος τα βράδια και ζει μόνη σε φτηνό ξενοδοχείο)
Ένα μικρό οδοιπορικό στην πόλη…
Διασχίζουμε το κάτω μισοφέγγαρο της πλατείας και μπαίνουμε στα στενά: «Κοσμοπολίτ» σινεμά σεξ, ρυζόγαλο μισό-μισό στη «Στάνη», οδός Σατωβριάνδου, ΑΤ Ομονοίας, το απέναντι κατάστημα ξεπουλάει το εμπόρευμά του, «όλα κάτω του κόστους», παντελόνια με 1€. Μέσα στη στοά, σβησμένο σχεδόν από το χρόνο, το «Ξενοδοχείον Πριγκηπικόν». Λίγο παρακάτω, άλλο, «Hotel Easy Access». Στον ίδιο δρόμο, σε άλλη εποχή. Και τριγύρω άλλα, αμέτρητα ξενοδοχεία. Τί πριγκίπισσες τα κατοικούν; Της μιας ώρας, όλες τις ώρες της μέρας, για 5-10€. Μόνο το κραγιόν θυμίζει κάτι από πριγκίπισσα. Και η προσδοκία στο βλέμμα. Όταν δεν είναι θολωμένο, ή ίσως, ακόμα περισσότερο όταν είναι. Ζωές προσωρινές σε μισοάδεια δωμάτια, λιγοστά υπάρχοντα, ουλές παλιές και φρέσκες, τραύματα από διαλυμένες οικογένειες, άφαντους γονείς, κακοποιήσεις, κακοτυχίες, εθισμούς, που και που ένας έρωτας που σέρνεται βασανιστικά μέσα στις ίδιες εξαρτήσεις, κάτω από την ίδια στέγη φθηνού ξενοδοχείου. Και η ελπίδα ότι μια μέρα, κάπως, θα βγεις απ´αυτό. Το τηλέφωνο χτυπάει, είναι η Μαρία -»άλλο όνομα μου είπε στην αρχή»- βγήκε ο φίλος της από τη φυλακή, είναι χαρούμενη, θέλει να του το πει.
«Εχουμε γίνει κάτι σαν φίλοι, μιλάμε, τα λέμε και με τη Μαρία, και με άλλα κορίτσια. Είναι ευαίσθητοι άνθρωποι, με πολλά προβλήματα, συχνά με κατεστραμμένες οικογένειες πίσω τους. Καμιά φορά σου δίνουν την εντύπωση ότι κανείς δεν νοιάστηκε ποτέ για αυτές. Μερικές φορές που κουβεντιάζουμε, αισθάνομαι ότι θέλουν να ανοίξουν την ψυχή τους σε κάποιον, να βγουν κάπως απ´ αυτό που ζουν. Σαν να ψάχνουν κάποιον να μιλήσουν. Να βγάλουν κάτι από μέσα τους. Να σου πουν τα σχέδιά τους. Σαν εξομολόγηση. Μερικές φορές μιλάνε σαν να σε ξέρουν. Άλλες φορές μιλάνε για δύσκολα, σκληρά πράγματα, πράγματα που τους εχουν συμβεί, σαν να πρόκειται για κάποιον άλλο. Μου κάνει εντύπωση αυτό. Λες και είναι πιο εύκολα έτσι. Υπάρχουν φορές που δε φωτογραφίζω. Κι άλλες πάλι που προκύπτει από μόνο του. Εκεί που μιλάμε. Ή όταν ξαφνικά μπορεί να συμβεί κάτι στο δρόμο δίπλα μας. Οι εικόνες που μένουν στο τέλος, για μένα είναι πιο δυνατές εξαιτίας της ιστορίας που υπάρχει από πίσω».
«Το κέντρο της Αθήνας τότε ήταν γεμάτο ζωή. Όταν πρωτοήρθαμε, πιάσαμε ένα δωμάτιο στην Ευριπίδου, σ´ένα παλιό ξενοδοχείο. Εμείς ήμασταν στον τρίτο όροφο, ο αγαπημένος μου όμως ήταν ο δεύτερος, που έμεναν μερικές κοπέλες. Ήταν Ελληνίδες, πολύ όμορφες. Δούλευαν στο δρόμο. Οι γονείς μας δούλευαν από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Εμάς αυτές μας πρόσεχαν, μας βοηθούσαν και με τα Ελληνικά. Ήταν οι πρώτοι φίλοι που κάναμε. Μπαινοέβγαινα στα δωμάτιά τους μαγεμένος, τις κοίταζα να ετοιμάζονται, να βάφονται… Μου χαϊδεύανε το κεφάλι και μου δίνανε χαρτζιλίκι. Παίρναμε παγωτό με την αδερφή μου, ήτανε σαν διακοπές.
(Ο Γιώργος, 62 ετών, από την Ελλάδα, ζει σε πάρκο κάτω από την Ακρόπολη, περισσότερο από 6 μήνες. Έχασε τη δουλειά του και δεν μπορεί να πληρώσει ενοίκιο. Αυτή η σπηλιά είναι το σπίτι του, όπως λέει)
Μετά νοικιάσαμε δικό μας σπίτι. Πήγα στο σχολείο, με βοηθούσαν οι δασκάλες, περισσότερο από όλες με είχε βοηθήσει η δασκάλα των Θρησκευτικών, μου έδινε βιβλία να διαβάζω για να μαθαίνω τη γλώσσα.
Νοσταλγούσα όμως και τα Τίρανα, θυμόμουν τα πάρκα, τις φαρδιές λεωφόρους, τους ανθρώπους που έβγαιναν περίπατο πιασμένοι χέρι-χέρι. Τη μητέρα μου και τον πατέρα μου να πηγαίνουν καμιά φορά σε κοντσέρτα και να επιστρέφουν χαρούμενοι. Εδώ τους έβλεπα να επιστρέφουν πάντα κουρασμένοι, κατάκοποι. Δεν είχα καταλάβει γιατί φύγαμε. Δε μπορούσα να δω τα προβλήματα και τις δυσκολίες. Εμένα όλα εκεί μου φαίνονταν ωραία.
Το ταξίδι μου είχε φανεί ατελείωτο. Θυμάμαι ότι οι γυναίκες έκλαιγαν και οι άντρες κάπνιζαν αμίλητοι. Κουβαλούσαν όλα τα υπάρχοντά τους. Εμείς πουλήσαμε ότι είχαμε. Πήραμε μόνο μια τσάντα με ρούχα και κάτι ασπρόμαυρες οικογενειακές φωτογραφίες. Δεν μπορούσα να καταλάβω ακριβώς τι συνέβαινε. Μετά ξαφνιάστηκα όταν είδα μπροστά μου ένα δρόμο γεμάτο φώτα, αφίσες, μαγαζιά, μπαρ… Δοκίμασα και πρώτη φορά κόκα-κόλα. Μέσα μου δεν ήξερα τί προτιμούσα. Στην αρχή νομίζαμε πως πολύ σύντομα θα ξαναγυρνούσαμε. Η Ελλάδα ήταν σκληρή για μας, μερικές φορές και άδικη. Αλλά τα χρόνια περνούσαν και μαζί περνούσαν και τα προβλήματα, οι δυσκολίες, ακόμα και ο ρατσισμός που αντιμετωπίζαμε. Δεν είναι ότι δεν υπήρχαν πια, αλλά έρχονταν τη μια στιγμή, και την άλλη έφευγαν, γιατί συνέβαινε κάτι καινούριο».
«Η φωτογραφία ήτανε για μένα βάρκα σωτηρίας. Μπορούσα να ταξιδεύω όπου ήθελα, στον κόσμο της φαντασίας ή στις αναμνήσεις μου. Η σκέψη μου ήταν εκεί, εδώ όμως ήταν η ζωή μου. Πέρασαν δέκα χρόνια μέχρι να βγάλω τα χαρτιά μου να μπορέσω να ξαναπάω στην Αλβανία. Είχε αλλάξει πολύ, και το ίδιο κι εγώ. Δε μπορούσα να αναγνωρίσω την πόλη μου, τη γειτονιά μου, μόνο ήξερα ότι εκεί είχα ζήσει. Οταν φωτογραφίζω εκεί, ψάχνω τις εικόνες που έχω κρατήσει στη μνήμη μου, ξαναβλέπω με τα μάτια που είχα όταν ήμουνα μικρός.
(Περιμένοντας στην ουρά για συσσίτιο)
Η Αθήνα τότε έσφυζε από ζωή, παντού ξεφύτρωναν καινούρια πράγματα, άνοιγαν μαγαζιά, ξενοδοχεία, εστιατόρια, κόσμος παντού. Όταν πλησίαζαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, ήταν σαν να βάζει τα καλά της. Τις μέρες εκείνες θυμάμαι ότι δεν έβλεπες πουθενά το γνώριμο πλήθος, ούτε τα κορίτσια, ούτε πρεζάκια, ούτε μετανάστες, ούτε πλανόδιους μικροπωλητές. Σαν να ήταν άλλος τόπος. Έτσι φαινόταν στα μάτια μου. Μετά ξαναεμφανίστηκαν σιγά-σιγά.»
Κατηφορίζουμε, απέναντί μας τρεις άνδρες συζητούν, ο ένας ανακούρκουδα. Σύριγγες, γκραφίτι στους τοίχους, τα κορίτσια στη γωνία, φανάρια στα σπίτια της Ιάσωνος, οδός Κεραμεικού, τρεις άντρες στον ακάλυπτο -είναι οι ίδιοι;- χωρίζουν, παίρνει μόνος του ο καθένας το δρόμο του, βρίσκει μπροστά του ο καθένας άλλο τοίχο.
«Ο καιρός περνάει γρήγορα. Έπειτα ήρθε η κρίση. Τώρα βλέπεις την πόλη να μαραίνεται. Πολλοί φεύγουν, τα μαγαζιά κλείνουν, δε σου κάνει κέφι για βόλτες όπως παλιά. Πολλοί φοβούνται ακόμα και να βλέπουν τη φτώχεια και τη δυστυχία, ακόμα κι αν δεν τους αγγίζει. Ομως αυτοί οι άνθρωποι υπήρχαν πάντα για μένα. Τους βρήκα εδώ τότε που πρωτοήρθα. Η συναναστροφή μαζί τους ήταν συνηθισμένη. Σαν να ήταν κρυμμένοι πίσω από ένα σεντόνι και τους έβλεπες μόνο άμα έψαχνες από κάτω. Τώρα που έχει φύγει το σεντόνι τους βλέπεις παντού. Εχουν τρομερή δύναμη αυτοί οι άνθρωποι, ζούνε από το πουθενά. Στις φωτογραφίες μου θέλω να πηγαίνω πέρα από τη φτώχεια και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, να βρίσκω αυτή τη δύναμη, την απλότητα, την καλοσύνη και την αξιοπρέπεια που έχουν μέσα τους.
Θυμάμαι παλιά που μαζεύαμε με τα άλλα παιδιά κάτι λουλούδια -εδώ νομίζω τα λένε κλέφτες- τα φυσούσαμε και κάναμε ευχές: να πάμε στην Ιταλία ή στην Ελλάδα. Χωρίς να καταλαβαίνουμε ακριβώς γιατί. Τελικά έπιασε. Ήρθαμε. Σ´αυτή τη χώρα είναι πια η ζωή μου. Εδώ γνώρισα το καλό και το κακό, εδώ έμαθα από μικρός να δουλεύω, εδώ ενηλικιώθηκα. Εδώ είναι το σπίτι μου και ο πόλεμός μου.»
*Ο Ένρι Τσανάι γεννήθηκε στη Αλβανία το 1980 και ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα το 1991. Τελείωσε το σχολείο στο Παγκράτι και σπούδασε φωτογραφία στη Leica Academy. Την περίοδο 2006-8 συμμετείχε στο City Streets Project (British Council/Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής), ένα «φωτογραφικό οδοιπορικό στην πολυπολιτισμική Αθήνα», με την καθοδήγηση του φωτογράφου του Magnum Νίκου Οικονομόπουλου, που επιμελήθηκε και την ομαδική έκθεση η οποία παρουσιάστηκε στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τις Βρυξέλλες και την Κωνσταντινούπολη και έγινε βιβλίο από τις εκδόσεις ΜΙΕΤ. Από το 2007 συνεργάζεται με τον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη, και παράλληλα φωτογραφίζει στην Ελλάδα, την Αλβανία και τα υπόλοιπα Βαλκάνια. Η πρόσφατη δουλειά του Shadows in Greece παρουσιάστηκε στην Τεχνόπολη του Δήμου Αθηναίων στο πλαίσιο του ATHENS Photo Festival (11/2013), και δημοσιεύθηκε μεταξύ άλλων στα αμερικανικά φωτογραφικά περιοδικά Vice και Burn.
*Η Ναντίνα Χριστοπούλου είναι ανθρωπολόγος. Συνεργάστηκε για πρώτη φορά με τον ΕΤ το 2006-8 όταν είχε την επιστημονική επιμέλεια του City Streets Project.
ΠΗΓΗ: news247.gr
Περισσότερες φωτογραφίες στο news247.gr
* Η πρώτη φωτό: Άντρας μετά απ” τον ξυλοδαρμό του στο κέντρο της πόλης, από ομάδα νεαρών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου